- αλεξιπτωτιστής
- ο1. αυτός που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο.2. Στρ. στρατιωτικός εφοδιασμένος με αλεξίπτωτο κι εκπαιδευμένος έτσι ώστε να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις από αέρος (αεραποβάσεις).[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξίπτωτο. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parachutiste].
Dictionary of Greek. 2013.